-
1 проверка
проверка ж η εξέταση, η εξακρίβωση· ο έλεγχος (документов)· \проверка паспортов о έλεγχος των διαβατηρίων* * *жη εξέταση, η εξακρίβωση; ο έλεγχος ( документов)прове́рка паспорто́в — ο έλεγχος των διαβατηρίων
См. также в других словарях:
αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… … Dictionary of Greek